Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ομμόχρωμα, το

         
ommochrome

         

Ερμηνεία:

Οποιαδήποτε από τις διάφορες οπτικές χρωστικές ουσίες, που εμφανίζονται στα μάτια των καρκινοειδών και των εντόμων, που είναι υπεύθυνες για το χρώμα των ματιών.



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

Eye pigmentation genes have been utilized as visible markers for constructing genetic control prototypes in several insect vectors of human disease. Here, orthologs of two ommochrome pathway genes, kynurenine 3-hydroxylase (kmo) and cardinal, were investigated in Plutella xylostella, a globally distributed, economically important pest of Brassica crops.



Συνώνυμα:





 Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »


© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ζωολογία: